- λιποθύμημα
- λῐποθῡμ-ημα, ατος, τό, = sq., Tz.H.12.391.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιποθύμημα — το (Μ λιποθύμημα) [λιποθυμώ] η λιποθυμία, το λιποθύμισμα … Dictionary of Greek
λιποθύμισμα — το [λιποθυμώ] το λιποθύμημα, η λιποθυμία … Dictionary of Greek